Το κεχριμπάρι και η μυθολογία

arma-faethonta

Ο μύθος λέει ότι ο αδερφός των Ηλιάδων, ο Φαέθων, πέθανε στην προσπάθειά του να οδηγήσει την άμαξα του πατέρα του στον ουρανό.  Οι Ηλιάδες δεν άντεξαν τον χαμό του αδερφού τους και θρηνούσαν για αυτόν με τόσο πόνο που οι θεοί τις μεταμόρφωσαν σε λεύκες και τα δάκρυά τους σε κεχριμπάρι.

HeliadenSantiDiTito

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία οι Ηλιάδες, οι κόρες του Φοίβου, θεού του Ήλιου, και της Ωκεανίδας Κλυμένης, συνδέονται με το κεχριμπάρι. Κάποια πηγή αναφέρει ότι οι Ηλιάδες ήταν τρεις: η Αιγιαλή, η Αίγλη και Αιθερία, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν πέντε: η Ηλία, η Μερόπη, η Φοίβη, η Αιθερία και η Διωξίπτη.

κομπολόι και μυθολογία

Η σιωπηλή σελήνη γέμισε το δίσκο της τέσσερις φορές συνοδεύοντας τις Ηλιάδες στο θρήνο τους. Κάθε μέρα πήγαιναν στον τάφο του αδερφού τους χωρίς να στερεύουν τα δάκρυά τους, χτύπαγαν το στήθος τους και φώναζαν το όνομά του χωρίς να παίρνουν απάντηση.
Τέσσερις μήνες πέρασαν όταν πήγαν να φύγουν από τον τάφο του αδερφού τους και τα πόδια τους ήταν ασήκωτα, είχαν βγάλει ρίζες και στα χέρια τους είχαν φυτρώσει φύλλα. Κορμός δέντρου κάλυψε τους μηρούς τους, σκέπασε τις απαλές κοιλιές τους, τα στήθη τους, τους ώμους και τα χέρια τους, αλλά άφησε άθικτα  τα χείλη τους.

Ο θρήνος τους συνεχίστηκε στους αιώνες και τα δάκρυα τους έτρεχαν ασταμάτητα σχηματίζοντας χρυσό κεχριμπάρι.  Τα κεχριμπαρένια δάκρυα τους σκλήρυναν με τον καιρό και τον ήλιο και ο μύθος τα θέλει να φτάνουν μέχρι τις έφτασαν μέχρι τον Ηριδανό ποταμό, που έρεε προς τη Βόρεια Θάλασσα (το τέλος του τότε γνωστού κόσμου) και έτσι έφτασε το κεχριμπάρι στα μέρη από όπου σήμερα ξέρουμε ότι προέρχεται.

tokompoloi52-amber-17-04

Στον μύθο αυτό βασίστηκε και ο Κ. Π. Καβάφης και έγραψε το ποίημα “Τα Δάκρυα των Αδελφών του Φαέθοντος.


Τα Δάκρυα των Aδελφών του Φαέθοντος
Αποκηρυγμένα


Ως φως εν ύλη, ως διαφανήςχρυσός ο ήλεκτρος είναι ο τιμαλφής. —Ότε απαίσιος δύναμις εμμανής,φθονούσα τον Φαέθοντα, εκ κορυφήςτον κατεκρήμνισε των ουρανών,αι αδελφαί του ήλθον μελανείμονεςεις το υγρόν του μνήμα, τον Ηριδανόν,κ’ ημέραν, νύκτα έκλαιον αι τλήμονες.Κ’ εθρήνουν μετ’ αυτών όλ’ οι θνητοίτην ματαιότητα ονείρων υψηλών.Ω τύχη άσπλαγχνος, ω μοίρα μισητή,έπεσεν ο Φαέθων εκ των νεφελών!

Εντός των ταπεινών μας εστιών
ας ζήσωμεν ολιγαρκείς και ποταποί·
εκβάλωμεν τους πόθους εκ των καρδιών,
ας παύση πάσα προς τον ουρανόν ροπή.

Έκλαιον πάντοτε αι δυστυχείς,
έκλαιον του Φαέθοντος αι αδελφαί,
κ’ επί εκάστης του Ηριδανού πτυχής
αντανεκλώντο αι ωχραί αυτών μορφαί.

Εν άκρα συγκινήσει τα σεπτά
δάκρυα των νυμφών εδέχετο η γη
και εθησαύριζεν. Ως δ’ έγιναν επτά
ημέραι, κ’ η ογδόη έλαμψεν αυγή,

εις αιωνίαν παρεδόθησαν
στιλπνότητα τα κλαύματά των τα πολλά
κ’ εις ήλεκτρον λαμπρόν μετεμορφώθησαν.
Ω λίθε εκλεκτέ! ω δάκρυα καλά!

Θρήνος γενναίος, θρήνος ζηλευτός,
μεστός αγάπης και μεστός μαρμαρυγής —
τίμιαι αδελφαί, με δάκρυα φωτός
εκλάψατε τον κάλλιστον νέον της γης. (Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Share this post
Το Κομπολόι 52